- υπερευγενής
- -ές, Ααυτός που έχει πολύ ευγενική καταγωγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερευγενῆ — ὑπερευγενής exceedingly noble neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑπερευγενής exceedingly noble masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑπερευγενής exceedingly noble masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek